Αξιοποιείται η διάλεκτός μας στα σχολεία
Το νέο αναλυτικό πρόγραμμα νεοελληνικής δίνει ένα τέλος στη σύγχυση για το αν πρέπει οι καθηγητές και μαθητές να μιλούν και κυπριακά στα σχολεία
Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ της κυπριακής διαλέκτου θα επιφέρει θετικότατα αποτελέσματα στην εκπαίδευση γενικότερα του τόπου
Στα κυπριακά σχολεία πάντοτε υπήρχε μια αμηχανία σε ό,τι αφορά το ρόλο της διαλέκτου μας στον τρόπο διδασκαλίας και γενικότερα στο εκπαιδευτικό σύστημα. Σε ορισμένα σχολεία οι επιθεωρητές επιτρέπουν στους καθηγητές και μαθητές να χρησιμοποιούν την κυπριακή διάλεκτο, ενώ σε άλλα, λόγω άγνοιας, αρκετοί καθηγητές απαγορεύουν τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου, θεωρώντας την εμπόδιο στη εκμάθηση της νεοελληνικής.
Το ζήτημα πλέον ξεκαθαρίζει, αφού φιλοσοφία του νέου αναλυτικού προγράμματος νεοελληνικής γλώσσας, που ξεκίνησε φέτος να εφαρμόζεται από το Υπουργείο Παιδείας στη δημοτική και μέση εκπαίδευση, είναι πως πρέπει να αξιοποιείται και η κυπριακή διάλεκτος για να επιτευχθεί μια σωστότερη μετάβαση των μαθητών στη νεοελληνική γλώσσα.
Στιγματισμένη η διάλεκτος
Η υπεύθυνη του νέου αναλυτικού προγράμματος για τη γλώσσα, καθηγήτρια γλωσσολογίας Σταυρούλα Τσιπλάκου, δήλωσε στη «Σ» ότι σε πολλές χώρες οι διάλεκτοι είναι κοινωνικά «στιγματισμένες» όσον αφορά στο ρόλο που μπορούν να παίξουν στη γλωσσική διδασκαλία. «Αυτό συνέβαινε ώς τώρα και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, όπως έχουν δείξει και πολλές επιστημονικές έρευνες», είπε η κ. Τσιπλάκου.
Πρόσθεσε ότι στην Κύπρο η διάλεκτος κατά κανόνα δεν θεωρείται όργανο και μέσο καλλιέργειας του γραμματισμού, παρά το γεγονός ότι μπορεί να έχει και γραπτή παράδοση. «Συχνά κυριαρχούν απόψεις περί ''γλωσσικού ελλείμματος'' των μαθητριών και των μαθητών ή και της γλωσσικής κοινότητας στο σύνολό της», συμπλήρωσε.
Η καθηγήτρια γλωσσολογίας τόνισε ότι ένας από τους στόχους του νέου προγράμματος είναι να αξιοποιήσει δυναμικά και ουσιαστικά τη γλωσσική ποικιλότητα και να την καταστήσει εργαλείο γλωσσικής καλλιέργειας, με απώτερο στόχο την ενίσχυση της γλωσσομάθειας και τη δημιουργία κριτικών στάσεων απέναντι στη γλώσσα.
Οι λόγοι
Έρευνα που διενήργησε η κ. Τσιπλάκου αναφέρει τους λόγους που πρέπει να αξιοποιηθεί η κυπριακή διάλεκτος στο εκπαιδευτικό σύστημα.
«Σε οποιοδήποτε παιδαγωγικό μοντέλο που ασπάζεται την αρχή ότι η επόμενη γνώση οικοδομείται πάνω σε προηγούμενη, η προϋπάρχουσα γνώση οφείλει να αξιοποιείται. Στην περίπτωση του γλωσσικού μαθήματος, η προϋπάρχουσα γνώση της διαλέκτου, το προϋπάρχον γλωσσικό κεφάλαιο των παιδών, οφείλει να γίνει όργανο οικοδόμησης της γνώσης της νέας ελληνικής. Αυτό συνεπάγεται αντιπαραβολική διδασκαλία της κυπριακής και της νέας ελληνικής, προκειμένου να καταστούν συνειδητές στις μαθήτριες και στους μαθητές οι ομοιότητες και οι διαφορές τους, ως μηχανισμός όξυνσης της μεταγλωσσικής τους ενημερότητας», αναφέρεται στην έρευνα.
Επίσης θεωρεί ότι στην παιδαγωγική του κριτικού γραμματισμού παίζει τεράστιο ρόλο η επίγνωση του ρόλου που μπορεί να διαδραματίσει η γλωσσική ποικιλότητα στην επικοινωνία.
«Αν πρόκειται να διδαχθεί λειτουργικά η διαφοροποίηση της γλώσσας, ανάλογα με το κειμενικό είδος και την περίσταση μέσα στην οποία γεννάται, καθώς και οι τρόποι με τους οποίους οι διάφορες μορφές της γλώσσας κωδικοποιούν ιδεολογήματα, κοινωνικές σχέσεις και πολιτισμικές πρακτικές, αυτό δεν μπορεί να γίνει εν κενώ και ερήμην της γλωσσικής πραγματικότητας των μαθητριών και των μαθητών».
Η έρευνα καταλήγει ότι η αξιοποίηση της κυπριακής διαλέκτου θα επιφέρει θετικότατα αποτελέσματα στην εκπαίδευση γενικότερα του τόπου.
Πώς γίνεται το μάθημα γλώσσας
Κατά τακτά χρονικά διαστήματα οι μαθητές θα έχουν την ευκαιρία να επεξεργαστούν με τον εκπαιδευτικό τους διάφορα κειμενικά είδη του προφορικού και του γραπτού λόγου. «Επιλέγει ο δάσκαλος ή καθηγητής κείμενα είτε από λογοτεχνικά βιβλία ή από το διαδίκτυο, άρθρα εφημερίδων στη ελληνική γλώσσα ή στην κυπριακή διάλεκτο και στη συνέχεια γίνεται μια προσπάθεια σύνδεσης και κατανόησής τους», εξήγησε η καθηγήτρια.
Πρόσθεσε ότι στο πρόγραμμα «δεν προβλέπεται καμία μορφή ''διαχωρισμού'' των δύο ποικιλιών, ούτε στις ώρες διδασκαλίας ούτε μέσα στο μάθημα». «Αντίθετα, προβλέπει συνειδητή αντιπαραβολή. Δεν κάνει ρυθμίσεις ως προς το πώς πρέπει να μιλάνε μέσα στην τάξη οι εκπαιδευτικοί και οι μαθήτριες/μαθητές. Στη συζήτηση μέσα στην τάξη προτείνεται να χρησιμοποιείται όποια μορφή (ή μορφές) γλώσσας εξυπηρετούν καλύτερα την κατανόηση των νοημάτων», είπε η Σταυρούλα Τσιπλάκου.
«Ωστόσο, τόνισε, «στις δραστηριότητες παραγωγής λόγου, είτε προφορικού είτε γραπτού, θέλουμε οι μαθήτριες και οι μαθητές να είναι απόλυτα συνειδητοποιημένοι όσον αφορά ποια ποικιλία μιλούν/γράφουν, ανάλογα με τις απαιτήσεις του κειμενικού είδους, τον πομπό, τον αποδέκτη κτλ.».
Οι μαθήτριες και οι μαθητές θα μπορούν έτσι να κατανοήσουν τις βασικές δομικές ομοιότητες και διαφορές της νέας ελληνικής γλώσσας και της κυπριακής διαλέκτου και να είναι σε θέση να τις χρησιμοποιούν σωστά.
«Η αξιοποίηση δεξιοτήτων από τη μητρική γλώσσα στο πλαίσιο διδακτικών μοντέλων προσθετικής διγλωσσίας μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα. Τέτοιες δεξιότητες περιλαμβάνουν, π.χ., την ικανότητα εντοπισμού και κατανόησης βασικών εννοιών με βάση το κειμενικό ή επικοινωνιακό συγκείμενο. Επίσης, κοινές γλωσσικές λειτουργίες και κειμενικά είδη και οι κειμενικές και πολιτισμικές-κοινωνικές συμβάσεις που τα διέπουν, μπορεί να είναι ήδη γνωστά στη μητρική γλώσσα και επομένως αναγνωρίσιμα στη δεύτερη. Ακόμα και η μεταγλωσσική επίγνωση της γραμματικής της μητρικής γλώσσας μπορεί να βοηθήσει στη συνειδητή εκμάθηση της δεύτερης», αναφέρει έρευνα της καθηγήτριας γλωσσολογίας.
Οι πρώτες εντυπώσεις καθηγητών και γονέων για το νέο αναλυτικό πρόγραμμα για τη γλώσσα είναι πολύ θετικές. Κτίζεται, πλέον, η αντίληψη ότι η κυπριακή διάλεκτος αποτελεί κληρονομιά του τόπου και πρέπει οπωσδήποτε να μείνει ζωντανή.
(πηγή Sigmalive)
Το νέο αναλυτικό πρόγραμμα νεοελληνικής δίνει ένα τέλος στη σύγχυση για το αν πρέπει οι καθηγητές και μαθητές να μιλούν και κυπριακά στα σχολεία
Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ της κυπριακής διαλέκτου θα επιφέρει θετικότατα αποτελέσματα στην εκπαίδευση γενικότερα του τόπου
Στα κυπριακά σχολεία πάντοτε υπήρχε μια αμηχανία σε ό,τι αφορά το ρόλο της διαλέκτου μας στον τρόπο διδασκαλίας και γενικότερα στο εκπαιδευτικό σύστημα. Σε ορισμένα σχολεία οι επιθεωρητές επιτρέπουν στους καθηγητές και μαθητές να χρησιμοποιούν την κυπριακή διάλεκτο, ενώ σε άλλα, λόγω άγνοιας, αρκετοί καθηγητές απαγορεύουν τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου, θεωρώντας την εμπόδιο στη εκμάθηση της νεοελληνικής.
Το ζήτημα πλέον ξεκαθαρίζει, αφού φιλοσοφία του νέου αναλυτικού προγράμματος νεοελληνικής γλώσσας, που ξεκίνησε φέτος να εφαρμόζεται από το Υπουργείο Παιδείας στη δημοτική και μέση εκπαίδευση, είναι πως πρέπει να αξιοποιείται και η κυπριακή διάλεκτος για να επιτευχθεί μια σωστότερη μετάβαση των μαθητών στη νεοελληνική γλώσσα.
Στιγματισμένη η διάλεκτος
Η υπεύθυνη του νέου αναλυτικού προγράμματος για τη γλώσσα, καθηγήτρια γλωσσολογίας Σταυρούλα Τσιπλάκου, δήλωσε στη «Σ» ότι σε πολλές χώρες οι διάλεκτοι είναι κοινωνικά «στιγματισμένες» όσον αφορά στο ρόλο που μπορούν να παίξουν στη γλωσσική διδασκαλία. «Αυτό συνέβαινε ώς τώρα και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, όπως έχουν δείξει και πολλές επιστημονικές έρευνες», είπε η κ. Τσιπλάκου.
Πρόσθεσε ότι στην Κύπρο η διάλεκτος κατά κανόνα δεν θεωρείται όργανο και μέσο καλλιέργειας του γραμματισμού, παρά το γεγονός ότι μπορεί να έχει και γραπτή παράδοση. «Συχνά κυριαρχούν απόψεις περί ''γλωσσικού ελλείμματος'' των μαθητριών και των μαθητών ή και της γλωσσικής κοινότητας στο σύνολό της», συμπλήρωσε.
Η καθηγήτρια γλωσσολογίας τόνισε ότι ένας από τους στόχους του νέου προγράμματος είναι να αξιοποιήσει δυναμικά και ουσιαστικά τη γλωσσική ποικιλότητα και να την καταστήσει εργαλείο γλωσσικής καλλιέργειας, με απώτερο στόχο την ενίσχυση της γλωσσομάθειας και τη δημιουργία κριτικών στάσεων απέναντι στη γλώσσα.
Οι λόγοι
Έρευνα που διενήργησε η κ. Τσιπλάκου αναφέρει τους λόγους που πρέπει να αξιοποιηθεί η κυπριακή διάλεκτος στο εκπαιδευτικό σύστημα.
«Σε οποιοδήποτε παιδαγωγικό μοντέλο που ασπάζεται την αρχή ότι η επόμενη γνώση οικοδομείται πάνω σε προηγούμενη, η προϋπάρχουσα γνώση οφείλει να αξιοποιείται. Στην περίπτωση του γλωσσικού μαθήματος, η προϋπάρχουσα γνώση της διαλέκτου, το προϋπάρχον γλωσσικό κεφάλαιο των παιδών, οφείλει να γίνει όργανο οικοδόμησης της γνώσης της νέας ελληνικής. Αυτό συνεπάγεται αντιπαραβολική διδασκαλία της κυπριακής και της νέας ελληνικής, προκειμένου να καταστούν συνειδητές στις μαθήτριες και στους μαθητές οι ομοιότητες και οι διαφορές τους, ως μηχανισμός όξυνσης της μεταγλωσσικής τους ενημερότητας», αναφέρεται στην έρευνα.
Επίσης θεωρεί ότι στην παιδαγωγική του κριτικού γραμματισμού παίζει τεράστιο ρόλο η επίγνωση του ρόλου που μπορεί να διαδραματίσει η γλωσσική ποικιλότητα στην επικοινωνία.
«Αν πρόκειται να διδαχθεί λειτουργικά η διαφοροποίηση της γλώσσας, ανάλογα με το κειμενικό είδος και την περίσταση μέσα στην οποία γεννάται, καθώς και οι τρόποι με τους οποίους οι διάφορες μορφές της γλώσσας κωδικοποιούν ιδεολογήματα, κοινωνικές σχέσεις και πολιτισμικές πρακτικές, αυτό δεν μπορεί να γίνει εν κενώ και ερήμην της γλωσσικής πραγματικότητας των μαθητριών και των μαθητών».
Η έρευνα καταλήγει ότι η αξιοποίηση της κυπριακής διαλέκτου θα επιφέρει θετικότατα αποτελέσματα στην εκπαίδευση γενικότερα του τόπου.
Πώς γίνεται το μάθημα γλώσσας
Κατά τακτά χρονικά διαστήματα οι μαθητές θα έχουν την ευκαιρία να επεξεργαστούν με τον εκπαιδευτικό τους διάφορα κειμενικά είδη του προφορικού και του γραπτού λόγου. «Επιλέγει ο δάσκαλος ή καθηγητής κείμενα είτε από λογοτεχνικά βιβλία ή από το διαδίκτυο, άρθρα εφημερίδων στη ελληνική γλώσσα ή στην κυπριακή διάλεκτο και στη συνέχεια γίνεται μια προσπάθεια σύνδεσης και κατανόησής τους», εξήγησε η καθηγήτρια.
Πρόσθεσε ότι στο πρόγραμμα «δεν προβλέπεται καμία μορφή ''διαχωρισμού'' των δύο ποικιλιών, ούτε στις ώρες διδασκαλίας ούτε μέσα στο μάθημα». «Αντίθετα, προβλέπει συνειδητή αντιπαραβολή. Δεν κάνει ρυθμίσεις ως προς το πώς πρέπει να μιλάνε μέσα στην τάξη οι εκπαιδευτικοί και οι μαθήτριες/μαθητές. Στη συζήτηση μέσα στην τάξη προτείνεται να χρησιμοποιείται όποια μορφή (ή μορφές) γλώσσας εξυπηρετούν καλύτερα την κατανόηση των νοημάτων», είπε η Σταυρούλα Τσιπλάκου.
«Ωστόσο, τόνισε, «στις δραστηριότητες παραγωγής λόγου, είτε προφορικού είτε γραπτού, θέλουμε οι μαθήτριες και οι μαθητές να είναι απόλυτα συνειδητοποιημένοι όσον αφορά ποια ποικιλία μιλούν/γράφουν, ανάλογα με τις απαιτήσεις του κειμενικού είδους, τον πομπό, τον αποδέκτη κτλ.».
Οι μαθήτριες και οι μαθητές θα μπορούν έτσι να κατανοήσουν τις βασικές δομικές ομοιότητες και διαφορές της νέας ελληνικής γλώσσας και της κυπριακής διαλέκτου και να είναι σε θέση να τις χρησιμοποιούν σωστά.
«Η αξιοποίηση δεξιοτήτων από τη μητρική γλώσσα στο πλαίσιο διδακτικών μοντέλων προσθετικής διγλωσσίας μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα. Τέτοιες δεξιότητες περιλαμβάνουν, π.χ., την ικανότητα εντοπισμού και κατανόησης βασικών εννοιών με βάση το κειμενικό ή επικοινωνιακό συγκείμενο. Επίσης, κοινές γλωσσικές λειτουργίες και κειμενικά είδη και οι κειμενικές και πολιτισμικές-κοινωνικές συμβάσεις που τα διέπουν, μπορεί να είναι ήδη γνωστά στη μητρική γλώσσα και επομένως αναγνωρίσιμα στη δεύτερη. Ακόμα και η μεταγλωσσική επίγνωση της γραμματικής της μητρικής γλώσσας μπορεί να βοηθήσει στη συνειδητή εκμάθηση της δεύτερης», αναφέρει έρευνα της καθηγήτριας γλωσσολογίας.
Οι πρώτες εντυπώσεις καθηγητών και γονέων για το νέο αναλυτικό πρόγραμμα για τη γλώσσα είναι πολύ θετικές. Κτίζεται, πλέον, η αντίληψη ότι η κυπριακή διάλεκτος αποτελεί κληρονομιά του τόπου και πρέπει οπωσδήποτε να μείνει ζωντανή.
(πηγή Sigmalive)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου