Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Διαμόρφωση Νέου Συστήματος Αξιολόγησης του Εκπαιδευτικού Έργου και των Εκπαιδευτικών, Δεκέμβριος 2016



Διαμόρφωση Νέου Συστήματος Αξιολόγησης του Εκπαιδευτικού Έργου και των Εκπαιδευτικών, Δεκέμβριος 2016
Τοποθέτηση στο Διοικητικό Συμβούλιο ΠΟΕΔ, 26 Ιανουαρίου 2017
Το υφιστάμενο σύστημα αξιολόγησης, η φιλοσοφία και οι πρόνοιες που το διέπουν είναι ξεπερασμένες και αναχρονιστικές. Ανάμεσα στις άλλες αδυναμίες, δίνεται έμφαση κυρίως στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού για σκοπούς προαγωγής, απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό η διαμορφωτική αξιολόγηση, ενώ παρουσιάζεται αυξημένο το στοιχείο του επιθεωρητισμού. Επιπρόσθετα απουσιάζει η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και η εσωτερική αξιολόγηση της σχολικής μονάδας. Υπάρχει η αναντίρρητη ανάγκη για κατάργηση του μονοδιάστατου μοντέλου του επιθεωρητισμού και εισαγωγής ενός νέου, σύγχρονου, πολυδιάστατου μοντέλου που να βασίζεται όχι μόνο στις σύγχρονες προσεγγίσεις, αλλά και στις ιδιαιτερότητες του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Ως Κίνηση διαχρονικά θέταμε ως επιτακτική ανάγκη την αλλαγή του υφιστάμενου σχεδίου αξιολόγησης ούτως ώστε να διορθωθούν οι στρεβλώσεις και αδυναμίες του, προς όφελος της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Η όποια αλλαγή θα πρέπει να στοχεύει στη βελτίωση των εκπαιδευτικών, δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα σύστημα στο οποίο θα επιβραβεύονται οι πιο άξιοι.
Η οποιαδήποτε μελέτη και κριτική θεώρηση της πρότασης του ΥΠΠ για ένα Νέο Σύστημα Αξιολόγησης (ΝΣΑ) θα πρέπει να γίνει μέσα από τρεις άξονες: α) τη φιλοσοφία που το διέπει και τις γενικές αρχές, β) τις διαδικασίες που ακολουθούνται και πρόνοιες για κάθε πτυχή της αξιολόγησης και γ) την οικονομική πτυχή του όλου εγχειρήματος.
1. Φιλοσοφία και βασικές πτυχές Νέου Συστήματος Αξιολόγησης
Συμφωνούμε σε γενικές γραμμές με τις βασικές πτυχές και αρχές του ΝΣΑ, όπως αναφέρονται στο Εισαγωγικό Κεφάλαιο της πρότασης, και θεωρούμε πως πάνω σε αυτές πρέπει να στηρίζεται κάθε κριτική θεώρηση του ΝΣΑ. Ταυτόχρονα, η ποιοτική αναβάθμιση της παιδείας και ο αντίκτυπος που θα έχει ένα ΝΣΑ στην καθημερινότητα και ποιο σχολείο τελικά οραματιζόμαστε οφείλει πάλι να μας καθοδηγεί.
Παρά την συμφωνία μας με τις βασικές αρχές του ΝΣΑ, την ίδια ώρα μας βρίσκει κάθετα αντίθετους η φιλοσοφία η οποία διέπει την πρόταση όπως πηγάζει από τις επιμέρους πρόνοιες της. Η όλη φιλοσοφία του ΝΣΑ μας αναγκάζει να απορρίψουμε την πρόταση στην ολότητά της.
Συγκεκριμένα, μέσα από τις διάφορες πρόνοιες του σχεδίου εισάγεται ένα αυστηρά ιεραρχημένο πλαίσιο επόπτευσης της εκπαίδευσης. Δίνεται υπερεξουσία σε κάθε ανώτερο, ενώ εκπαίδευση και εκπαιδευτικοί μπορούν να γίνουν υποχείριο της εκάστοτε εξουσίας. Αποκρινόμαστε ολοκληρωτικά από το «ανθρώπινο και δημοκρατικό σχολείο, χωρίς άγχος για τους εκπαιδευτικούς και τους/τις μαθητές/τριες», το οποίο οραματιζόμαστε ως Κίνηση και ως Εκπαιδευτική Οργάνωση γενικότερα. Αντίθετα υιοθετούνται τακτικές αξιολόγησης από τις πρακτικές του management και της διαχείρισης προσωπικού στην ελεύθερη αγορά, τακτικές οι οποίες δεν έχουν θέση στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Πρόκειται καθαρά για ένα γραφειοκρατικό μοντέλο, με ιδιαίτερα χρονοβόρες διαδικασίες. Η συνεχής συμπλήρωση εντύπων και η ενασχόληση με γραφειοκρατικές διαδικασίες στερεί σοβαρό χρόνο εις βάρος του εκπαιδευτικού και διοικητικού έργου. Την ίδια ώρα η συνεχής εποπτεία και στενή παρακολούθηση (κάθε χρόνο) από την εκάστοτε εξουσία, αλλά και ο συνεχής ανταγωνισμός εντός της σχολικής μονάδας, θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στη δημιουργία αρνητικού κλίματος ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς.

Μέσα στην πρόταση υπάρχουν αρκετά λάθη, ασάφειες, ακόμα και αντιφάσεις. Οι αδυναμίες και τα ερωτήματα που γεννιούνται είναι πάρα πολλά. Εισηγούμαστε, η ΠΟΕΔ να καταγράψει και να αναδείξει όλες τις διαφωνίες και τα πολλά ερωτηματικά που προκύπτουν, απορρίπτοντας την ίδια ώρα την πρόταση. Η πρόταση απέχει μακράν από ότι είχαμε συζητήσει με το εκάστοτε Υπουργείο τα τελευταία τουλάχιστον οχτώ χρόνια. Διαχρονικά είχαμε καταθέσει πάρα πολλές θέσεις στον όποιο διάλογο προηγήθηκε τα προηγούμενα χρόνια για αντίστοιχες προτάσεις και παρόλα αυτά δεν έχουν ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη.
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να καταλήξουμε με βασικές και αρκετές βελτιώσεις στα πρακτικά ζητήματα του ΝΣΑ, συζητώντας ταυτόχρονα την οικονομική πτυχή της πρότασης. Η οικονομική πτυχή θεωρούμε είναι άμεσα συνδεδεμένη τόσο με την κατάληξη σε συμφωνία όσο και στην επιτυχή εφαρμογή της.
2. Αρνητικές επισημάνσεις της πρότασης
·         Η συνεχής παρακολούθηση και λογοδοσία (κάθε χρόνο), δημιουργεί ένα ιδιαίτερα στρεσογόνο και ανταγωνιστικό περιβάλλον εργασίας. Ξεφεύγουμε από «το ανθρώπινο και δημοκρατικό σχολείο χωρίς άγχος για τους εκπαιδευτικούς και μαθητές» και δημιουργείται ένα σχολείο με όρους και συνθήκες παραγωγής και αγοράς.
·         Παρά τη συνεχή λογοδοσία και αξιολόγηση δε φαίνεται να παραχωρούνται οποιαδήποτε κίνητρα στους εκπαιδευτικούς.
·         Απουσιάζει από την πρόταση η θέση του «Ανώτερου Εκπαιδευτικού». Μια θέση η οποία θεωρείτο σε προηγούμενες προτάσεις καινοτόμα, αφού παρείχε κίνητρα στους εκπαιδευτικούς και ενθάρρυνε έμπειρους εκπαιδευτικούς που δε θέλουν να καταλάβουν κάποια διοικητική θέση να παραμείνουν στην τάξη.
·         Ο Διευθυντής επιφορτίζεται με πάρα πολλά επιπλέον καθήκοντα (στήριξη, μεντορισμός, αξιολόγηση εκπαιδευτικών κ.ά.), δημιουργώντας την ανάγκη μηδενικού διδακτικού χρόνου σε όλους τους τύπους σχολείων.
·         Ο Βοηθός Διευθυντής (διοικητικός) επιφορτίζεται με επιπλέον καθήκοντα, αφού κάποιοι ΒΔ θα αναλάβουν καθήκοντα Παιδαγωγικού Συμβούλου.
·         Ο Παιδαγωγικός Σύμβουλος επωμίζεται έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο και μας προβληματίζει, προβληματίζοντας ο χρόνος που θα έχει στη διάθεση του για να είναι αποτελεσματικός. Λαμβάνοντας υπόψη τον επιπρόσθετο ρόλο που αναλαμβάνει για στήριξη τόσων εκπαιδευτικών ο Παιδαγωγικός Σύμβουλος θα χρειάζεται ένα τεράστιο μέρος του εξωδιδακτικού του χρόνου για να ασκήσει αποτελεσματικά τα καθήκοντα του.
·         Η ανάθεση του ρόλου του Παιδαγωγικού Συμβούλου από τον Διευθυντή, χωρίς να ξεκαθαρίζουν τα προσόντα, ακόμα και η θέληση του Βοηθού Διευθυντή μας προβληματίζει ιδιαίτερα.
·         Ο αριθμός των Βοηθών Διευθυντών που καθορίζεται με τα σημερινά δεδομένα σε κάθε σχολική μονάδα σε συνάρτηση των επιπλέον καθηκόντων είναι μικρός.
·         Η πολλαπλή συμπλήρωση εντύπων, τόσο για διαμορφωτική όσο και αριθμητική αξιολόγηση, καθιστούν το σύστημα γραφειοκρατικό και ιδιαίτερα χρονοβόρο αντλώντας χρόνο από τον πολύτιμο εξωδιδακτικό χρόνο εκπαιδευτικών και Διοικητικής Ομάδας.
·         Σε αρκετά σημεία του σχεδίου εντοπίζονται αντιφάσεις και λάθη, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι πολλές πτυχές του παρουσιάζουν προχειρότητα μελέτης.
·         Παρά τον τίτλο και την εισαγωγή του Σχεδίου καμία αναφορά δε γίνεται για τη Διαμορφωτική Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου (Εσωτερική και Εξωτερική Αξιολόγηση), στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζονταν θετικά σε προηγούμενες προτάσεις. Η αξιολόγηση επικεντρώνεται και πάλι στον εκπαιδευτικό.
·         Δίνεται ιδιαίτερη ισχύ στον Διευθυντή, δημιουργώντας ίσως προβλήματα εντός των σχολικών μονάδων στα πλαίσια του καλού και υγιούς κλίματος.
·         Δεν υπάρχει διάκριση ρόλων υποστηρικτή – σύμβουλου με τον αξιολογητή. Το ίδιο άτομο που καλείται να εμπιστευθεί ο εκπαιδευτικός να τον στηρίξει είναι αυτός που στο τέλος της ημέρας θα τον αξιολογήσει αριθμητικά. Αυτό είναι μια από τις αδυναμίες του υφιστάμενου σχεδίου αξιολόγησης, η οποία στις προηγούμενες προτάσεις αντιμετωπιζόταν με τη διάκριση των Συμβούλων και των Αξιολογητών.
·         Από την πρόταση προκύπτει ένα μεγάλο οξύμωρο. Οι αντικαταστάτες θα τυγχάνουν διαμορφωτικής αξιολόγησης, θα παρακολουθούνται και θα στηρίζονται από τον Παιδαγωγικό Σύμβουλο και τον Διευθυντή ανά 15 ημέρες. Την ίδια ώρα, σε κάποιες περιπτώσεις θα αξιολογούνται από τον Διευθυντή και δύο Επιθεωρητές και η αξία τους θα αποτιμάται αριθμητικά. Αν μάλιστα αυτή είναι ίση ή μικρότερη από το 60%, τότε θα κρίνονται ανεπαρκείς, ενώ στην αντίθετη περίπτωση μέχρι εξαίρετοι. Πώς είναι δυνατόν έναν τον οποίο τον κρίνεις από πολύ καλό μέχρι εξαίρετο εντός της εκπαιδευτικής πράξης και καθημερινότητας, να χρειάζεται γραπτές εξετάσεις (μέσω του ΝΣΔ) για να αποδείξει την αξία του;

3.                Καταληκτικά

Ως Κίνηση διαχρονικά είμαστε υπέρμαχοι στην αλλαγή του υφιστάμενου Σχεδίου Αξιολόγησης, το οποίο κατά γενική ομολογία είναι απαρχαιωμένο και αντιπαραγωγικό. Παρόλα αυτά δεν πρόκειται να δεχτούμε ότι μας προτείνει η επίσημη πλευρά, τη στιγμή που αυτό απέχει κατά πολύ από αυτό που είχαμε σχεδόν καταλήξει τα προηγούμενα χρόνια. Αν το ΥΠΠ θέλει μια πραγματική μεταρρύθμιση, όπως ευαγγελίζεται, οφείλει να προσέλθει σε θεσμικό και ουσιαστικό διάλογο με τις εκπαιδευτικές οργανώσεις πρώτιστα. Είναι πολύ σημαντικό, όποια μεταρρύθμιση εφαρμόζεται, να γίνεται μακριά από σκοπιμότητες, με μόνο γνώμονα το καλό της εκπαίδευσης και όχι για λόγους εντυπωσιασμού της κοινωνίας. Σίγουρα η πρόταση όπως έχει κατατεθεί από το ΥΠΠ δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή.

Τέλος, ο διάλογος θα πρέπει να γίνει μόνο, όταν και εφόσον το ΥΠΠ αποδεχθεί η οικονομική πτυχή του σχεδίου να συζητηθεί ταυτόχρονα με όλες τις υπόλοιπες πρόνοιες της πρότασης. Η επιτυχία της όποιας πρότασης είναι άρρηκτα συνδεμένη με την οικονομική πτυχή της. Δεν μπορούν τόσο οι απλοί εκπαιδευτικοί όσο και τα στελέχη να επωμιστούν τόσους νέους και σημαντικούς ρόλους χωρίς τον αντίστοιχο χρόνο για να τους φέρουν αποτελεσματικά εις πέρας. Αυτό θα αποβεί σίγουρα εις βάρος του εκπαιδευτικού έργου και των άλλων πολλαπλών καθηκόντων που έχουν να επιτελέσουν, με τελικό αποδέχτη σίγουρα τους/τις μαθητές/τριες. Η βασική αρχή για βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου, μέσα από την παροχή κινήτρων, παύει να υπάρχει και γίνεται μύθος, από τη στιγμή που ο αριθμός διοικητικών και άλλων θέσεων προαγωγής παραμείνει ο ίδιος. Συνεπώς, η δημιουργία ενός συγκεντρωτικού και αυστηρά ιεραρχημένου πλαισίου ελέγχου και επόπτευσης από την εξουσία με συνεπακόλουθο τη διαμόρφωση συγκεκριμένου τύπου εκπαιδευτικών μας βρίσκει κάθετα αντίθετους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: