Κυριακή 8 Μαρτίου 2009

Κυπριακό και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση

Η συγκυρία
Βρισκόμαστε στις αρχές του νέου σχολικού έτους και έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθούμε ή και να συμμετέχουμε-με τον ένα ή τον άλλο τρόπο-στις τρέχουσες εξελίξεις που σημειώνονται στην Κύπρο, σε μια συγκυρία, στην οποία κυριαρχούν δύο ζητήματα. Από τη μια, τα «προβλήματα» του σχολείου που σχεδόν «εθιμοτυπικά» αναδεικνύονται κάθε φορά με την έναρξη του σχολικού έτους (επάρκεια αιθουσών, έγκαιρη διάθεση βιβλίων, ελλείψεις, κ.α.). Από την άλλη, η διαδικασία των συνομιλιών για αναζήτηση « δίκαιης και βιώσιμης λύσης» του Κυπριακού, στο πλαίσιο της πολιτικής επιλογής που έχει γίνει από τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας για «ειρηνική λύση»,την «αποκατάσταση των βασικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των Κυπρίων» και την «πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων». Πρόκειται για μια επιλογή που έχει εξασφαλίσει ευρεία αποδοχή, συναίνεση και υποστήριξη από την πλευρά όλων σχεδόν των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.

Η συγκεκριμένη συγκυρία προσφέρεται για να σχολιάσουμε τη θέση ότι η άσκηση εκπαιδευτικής πολιτικής δε μπορεί να είναι αποκομμένη από τις πολιτικές που ασκούνται σε άλλα πεδία (οικονομική, κοινωνική, εξωτερική, κ.α.). Μόνο έτσι η εκπαιδευτική πολιτική γίνεται κινητήρια δύναμη και μοχλός για τη διαμόρφωση και την άσκηση ευρύτερης κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής. Αυτό σημαίνει ότι συστηματικά συνδέουμε τις επιμέρους πολιτικές ώστε να συγκροτούν ενιαίο πλαίσιο αρχών και πρακτικών που με όρους συμπληρωματικότητας να προσδίδουν στα επιμέρους μέτρα προστιθέμενη αξία. Να το πούμε αλλιώς: το Κυπριακό συνδέεται άμεσα με τα εκπαιδευτικά και οι επιλογές για επιδίωξη «δίκαιης και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού» προϋποθέτουν τη στράτευση και ενεργοποίηση των κρατικών ιδεολογικών μηχανισμών, όπως είναι τα σχολεία. Αυτό σημαίνει ότι η αναζήτηση δίκαιης λύσης δεν είναι απλώς υπόθεση της «διπλωματίας»,των διαβουλεύσεων του Προέδρου της Δημοκρατίας και της παρέμβασης διεθνών οργανισμών. Τα σχολεία , με τη μορφή και το περιεχόμενο των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, με το σύνολο των εμπλεκομένων φορέων, καλούνται να αναπτύξουν «εσωτερική εκπαιδευτική πολιτική» που να αποτυπώνει και να αντανακλά τις συνιστώσες της εξωτερικής εκπαιδευτικής πολιτικής που ασκείται στο Κυπριακό. Όσο τα σχολεία μένουν «ουδέτερα» ή τηρούν «στάση αναμονής» ή διαιωνίζουν εκπαιδευτικές πρακτικές που δεν προωθούν την ειρηνική συμβίωση, την αλληλεγγύη, τον αλληλοσεβασμό και την ισότιμη συνεργασία ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων ουσιαστικά αντιστρατεύονται την επιλογή για «δίκαιη και βιώσιμη λύση».Στην Κύπρο, ακούγονται ορισμένες φωνές που προτείνουν ως επιλογή την «απόσταση»(:μακριά η εκπαίδευση από την πολιτική) ή μια «στάση αναμονής» σε σχέση με τις διαδικασίες «επίλυσης του Κυπριακού». Μια τέτοια επιλογή δεν είναι, βέβαια, ουδέτερη, μια και αυτή δεν ευνοεί την ανάπτυξη πειστικών, ολοκληρωμένων και συγκροτημένων πολιτικών «επαναπροσέγγισης».

Μια εκπαιδευτική πολιτική με βασική συνιστώσα την «επαναπροσέγγιση»,στη συγκεκριμένη συγκυρία, αποκτάει, τα χαρακτηριστικά ριζοσπαστικής προοδευτικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης ,όταν οι διακηρύξεις γίνονται «υλική» δύναμη και αποτυπώνονται με συστηματικό τρόπο τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο των επιμέρους εκπαιδευτικών μέτρων. Από αυτή την άποψη ,η εγκύκλιος που έχει απευθύνει το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, με στόχο την «Καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης, αμοιβαίου σεβασμού και συνεργασίας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων με στόχο την απαλλαγή από την κατοχή και την επανένωση της πατρίδας και του λαού μας» έρχεται για να υπογραμμίσει με τον πιο πειστικό τρόπο τη διαλεκτική σύνδεση του Κυπριακού και με τα Εκπαιδευτικά. Οι εκπαιδευτικοί καλούνται να αναπτύξουν ειδικές ενδοσχολικές και εξωσχολικές δραστηριότητες (εργασίες, εκδηλώσεις, συναντήσεις, διδασκαλία επιλεγμένων, κ.α.) για την προώθηση του συγκεκριμένου στόχου. Όπως, πολύ χαρακτηριστικά, υποστηρίζεται από πολλούς "ριζοσπάστες" παιδαγωγούς, το ζητούμενο, σε κάθε περίπτωση, είναι η υποστήριξη των εκπαιδευτικών ώστε να συνδέουν τον παιδαγωγικό τους λόγο και την εκπαιδευτική τους πράξη με την κοινωνικοπολιτική παρέμβαση και την κοινωνική πάλη για αλλαγή εκπαίδευσης και κοινωνίας .Σε μια τέτοια περίπτωση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ευαισθητοποίηση των εκπαιδευτικών ώστε να είναι σε θέση να κάνουν συνειδητές επιλογές, αφού εξετάζουν τόσο τις αφετηρίες, τους σκοπούς και τις προεκτάσεις της πράξης τους όσο και τους υλικούς και ιδεολογικούς όρους που κυριαρχούν στην αίθουσα διδασκαλίας, στο σχολείο και στην κοινωνία.

Εναρμόνιση και επαναπροσέγγιση
Με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η εκπαιδευτική πολιτική καλείται να αποκτήσει τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό. Oι εκπαιδευτικές πολιτικές των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φαίνεται ότι σιγά-σιγά εγγράφουν τάσεις για ενιαία ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική. Παρά τις διαφορές τους, και με όλες τις αντιφάσεις, τις εξάρσεις επιτάχυνσης ή ασυνέχειας, τις αναστολές και τις αναιρέσεις, συμμετέχουν σε ένα πρωτοφανή, για την ιστορία της εκπαίδευσης, σχεδιασμό εναρμόνισης που συνδέεται με μια μορφή θεσμικής διεθνοποίησης της εκπαίδευσης. Με πολιτικές υποστήριξης, συμπλήρωσης και επικουρικότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και γενικότερα σε μια Ευρώπη που αλλάζει, δρομολογούνται εξελίξεις που συνδέονται με το τέλος του μονοπωλίου του έθνους-κράτους και που αναδεικνύουν τάσεις ομοιοτροπίας και εναρμόνισης στην εκπαιδευτική πολιτική των κρατών- μελών.

Η κυπριακή εκπαίδευση καλείται να δώσει τη δική της εκδοχή "ευρωπαϊκού προσανατολισμού», βάζοντας στο επίκεντρο σημαντικά πολιτικά ερωτήματα που αναφέρονται στην κυριαρχία ενός νέου ευρωκεντρισμού, νέων μορφών ανισότητας και διακρίσεων, στην κυριαρχία ορισμένων πολιτισμικών αγαθών, τη διείσδυση των "δυνάμεων" της αγοράς στην εκπαίδευση κ. α.. Σε συνδυασμό με αυτά, η κυπριακή εκπαίδευση καλείται να δώσει ολοκληρωμένη και αποτελεσματική «ευρωπαϊκή» απάντηση στην πολιτική «επαναπροσέγγισης» που να υποστηρίζει την επίλυση του «κυπριακού» και την ειρηνική συμβίωση των δύο κοινοτήτων.

Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, όσοι ασκούν εκπαιδευτική πολιτική καλούνται να εξετάζουν το βαθμό στον οποίο η επιλογή της εναρμόνισης συνδέεται με ουσιαστική μεταλλαγή των εσωτερικών δομών και του περιεχομένου της εκπαίδευσης και να αποφεύγονται μέτρα μηχανιστικής προσκόλλησης στην τροχιά της λεγόμενης εναρμόνισης. Η επιλογή της ευρωπαϊκής εναρμόνισης είναι αρκετά σύνθετη διαδικασία και από ο τι φαίνεται δεν προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία. Έχει εξασφαλισμένη ευρεία συναίνεση. Γιατί άραγε η εκπαιδευτική πολιτική της «επαναπροσέγγισης» προκαλεί κραδασμούς; Εδώ διαφαίνεται μια θεμελιακή αντίφαση. Είναι βέβαιο πως όσοι αντιτίθενται στο στόχο της συμφιλίωσης μέσα και από την εκπαίδευση συμβάλλουν σε μια ιδιότυπη ιδεολογική ρύπανση:«η σχολική ιστορία έχει γραφεί και μία είναι η τελεσίδικη εκδοχή της»,κ.α.. Αυτό εμποδίζει την προώθηση των στόχων της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που εμπεριέχει ως δομικά της στοιχεία την «ειρηνική συμβίωση»,τη «συνεργασία» και τον «αμοιβαίο σεβασμό» ανάμεσα σε ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους.

Θα υποστηρίζαμε ότι η επιλογή της ευρωπαϊκής εναρμόνισης εμπεριέχει ως δομικό της στοιχείο την πολιτική της επαναπροσέγγισης και μέσα από την εκπαίδευση. Δεν είναι δυνατή η άσκηση εκπαιδευτικής πολιτικής με αρχές εναρμόνισης και επαναπροσέγγισης, χωρίς την προώθηση συγκεκριμένων επεξεργασμένων, θεμελιωμένων και έγκυρων προτάσεων που να λαμβάνουν υπόψη τη συνύπαρξη και την ειρηνική συμβίωση δυο εθνικών κοινοτήτων (Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι), άλλων κοινοτήτων (Μαρωνίτες , Αρμένιοι και Λατίνοι) και άλλων πολιτισμικών ομάδων(μετανάστες, τσιγγάνοι, κ.α.). Πρακτικές αδράνειας, σιωπής, απόσυρσης, συλλογικής αδιαφορίας ή παθητικής άρνησης στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος, των τοπικών κοινωνιών και της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν προσφέρονται για την ανάπτυξη κοινωνικής αλληλεγγύης και σύσφιξης των σχέσεων και για την προώθηση αρχών κοινωνικής δικαιoσύνης , αλληλεγγύης, σεβασμού και ισοτιμίας στο σχολείο και στην κοινωνία. Δεν ξέρω Τζούντο, αλλά καταλαβαίνω πως αρχή του είναι ότι ο καθένας από τους συμμετέχοντες ξεκινάει από την παραδοχή ότι ο «άλλος» διαθέτει δύναμη, ενέργεια και τεχνική. Αυτά τα αξιοποιεί συμπληρωματικά με τη δική του. Δεν είναι πως χωρίς τον «άλλο» δεν θα είχε «αντίπαλο»... Είναι που χωρίς την ισοτιμία του άλλου δεν μπορεί να αναπτύξει τις δικές του ικανότητες και ποιότητες!

Μια πραγματική ιστορία:

Η Άννα, νεοδιόριστη νηπιαγωγός, καλείται να παρουσιαστεί και να αναλάβει «υπηρεσία» σε νηπιαγωγείο σε ένα απομακρυσμένο χωριό στην Ελλάδα. Δευτέρα πρωί, πηγαίνει στο νηπιαγωγείο και αρχίζει να ξεδιπλώνει τις παιδαγωγικές της ιδέες. Μετά από δύο ολόκληρες εβδομάδες δεν είχε καταφέρει να πείσει τα 5 νήπια που είχε να παίξουν ομαδικά παιγνίδια και άλλες ομαδικές δραστηριότητες. Άρχισε να ανησυχεί για την επάρκειά της και τα «παιδαγωγικά» που παρακολούθησε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών της Αθήνας! Δε μπορούσε να εξηγήσει τι συνέβαινε! Τα μεσημέρια μετακινούνταν προς ένα γειτονικό «κεφαλοχώρι» όπου αποφάσισε να μένει τα βράδια. Μια ημέρα, καθώς περιφερόταν στους δρόμους του μικρού χωριού, διαπίστωσε με έκπληξη ότι στο χωριό υπήρχαν δυο νεκροταφεία( «μπλε» και κόκκινο»)! Το διερεύνησε το ζήτημα και της έδωσαν την εξήγηση ότι τα δυο νεκροταφεία αποτύπωναν παλαιές μετεμφυλιακές έριδες που επιβίωναν ακόμη σε εκείνο το μικρό χωριό. Έτσι, έγινε σιγά-σιγά μια νηπιαγωγός ενημερωμένη γύρω από την ιστορία του μικρού χωριού και του νηπιαγωγείου κι άρχισε να σχεδιάζει ένα ουσιαστικό πλάνο παιδαγωγικής παρέμβασης για επαναπροσέγγιση γονέων , κηδεμόνων και νηπίων.
Η μικρή ιστορία δείχνουν το δρόμο που έχουν να κάνουν οι ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι εκπαιδευτικοί. Σε όλη αυτή την υπόθεση , ας μη ξεχνάμε, πως αυτού του είδους οι πρωτοβουλίες για «δίκαιη και βιώσιμη λύση» του Κυπριακού και για επαναπροσέγγιση «βαδίζουν αργά», εκτός και αν η κοινωνική δυναμική τις επιταχύνει


Στη σημερινή συγκυρία, φαίνεται ότι ο Υπουργός Παιδείας και όσοι εργάζονται στη Μονάδα Υποστήριξης της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης της Κύπρου, το ξέρουν καλά αυτό...
του Γιώργου Μαυρογιώργου
http://www.alfavita.gr/artra/art28_2_9_213.php

Δεν υπάρχουν σχόλια: